- ἀπαγορευτική
- ἀπαγορευτικόςprohibitoryfem nom/voc sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
απαγορευτική αρχή — (αρχή του αποκλεισμού). H α.α. διατυπώθηκε το 1925 από τον ΒόλφγκανγκΠάουλι και δηλώνει το αδύνατον της συνύπαρξης σε ένα άτομο δύο ηλεκτρονίων τα οποία χαρακτηρίζονται από τους ίδιους ακριβώς κβαντικούς αριθμούς. Η διατύπωση της αρχής αυτής είχε … Dictionary of Greek
άτομο — Στοιχείο της φύσης που η επισήμανσή του σχετίζεται με την ιδέα του αδιαίρετου της ύλης. Ά. είναι το μικρότερο μέρος ενός στοιχείου, το οποίο διατηρεί τις ιδιότητές του και μένει αμετάβλητο στις συνήθεις χημικές αντιδράσεις. Ετυμολογικά ο όρος ά.… … Dictionary of Greek
ανάρα — η 1. ρητή εντολή, απαγορευτική εντολή σε απειλή κατάρας (συνήθως σε συνεκφορά με το κατάρα «άφησε ανάρα και κατάρα») 2. απαρέσκεια, απέχθεια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανα * + ουσ. άρα, που είναι το αρχ. ουσ. αρά με αναλογική μετακίνηση του τόνου κατά το… … Dictionary of Greek
ζώνη — Λωρίδα από ύφασμα, δέρμα, μέταλλο ή άλλο εύκαμπτο υλικό, που χρησιμεύει για να συγκρατεί στη μέση τα ενδύματα. Οι ζ., οι οποίες χρονολογούνται από την εποχή του χαλκού, ήταν ασφαλώς ένα από τα πρώτα στοιχεία ενδυμασίας που επινόησαν οι άνθρωποι.… … Dictionary of Greek
μήποτε — (ΑΜ μήποτε, Α και μή ποτε και ιων. τ. μήκοτε, Μ και μήποτες) 1. (ως επίρρ. με απαγορευτική σημ.) με κανέναν τρόπο, για κανέναν λόγο («ὡς Ζεὺς μήποτ ἄρξειεν θεῶν», Αισχύλ.) 2. (ως σύνδ. με ερωτηματική σημ.) μήπως («αἰσχυνόμενοι φάτιν ἀνδρῶν...… … Dictionary of Greek
νετρίνο — Στοιχειώδες σωματίδιο με μηδενικό φορτίο και μάζα. Ανήκουν στην κατηγορία των λεπτονίων μαζί με το ηλεκτρόνιο, το μιόνιο, το σωματίδιο τ και αντισωμάτια αυτών. Τα ν. ανήκουν επίσης σε μια ευρύτερη ομάδα, αυτή των φερμιονίων τα οποία υπακούουν στη … Dictionary of Greek
όλυνθος — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Γιος του Στρυμόνα, βασιλιά της Θράκης. Ενώ κυνηγούσε, τον κατασπαράξανε λιοντάρια. 2. Γιος του Ηρακλή και της Βολίας, από τον οποίο πήρε την ονομασία της μια πόλη της Χαλκιδικής. 3. Άλλος γιος του Ηρακλή, από τον… … Dictionary of Greek
σπιν — (spin). Διεθνής όρος προερχόμενος από την αγγλική, που σημαίνει «ιδιοστροφορμή». Στην ατομική φυσική είναι το μέτρο της ίδιας γωνιακής ροπής κάθε στοιχειώδους σωματίδιου, η οποία οφείλεται στην περιστροφική κίνηση του σωματιδίου γύρω από τον… … Dictionary of Greek
συντακτικό — Μελέτη των συντακτικών αξιών των γλωσσικών τύπων. Από τους διάφορους τομείς έρευνας, που κληρονόμησε η σύγχρονη γλωσσολογία από την παραδοσιακή κανονιστική γραμματική, το σ. είναι εκείνο που θέτει τα περισσότερα προβλήματα. Κατά την αρχαία και τη … Dictionary of Greek
τζαζ — (jazz). Είδος μουσικής που εμφανίστηκε στις ΗΠΑ κατά τα τέλη του 19ου αι.· λαϊκής καταγωγής αρχικά και για πολύ καιρό, διαδόθηκε κυρίως στις νότιες Πολιτείες και ιδιαίτερα στη Νέα Ορλεάνη, μεγάλο ποτάμιο λιμάνι στον Ατλαντικό, στις εκβολές του… … Dictionary of Greek